Με τον όρο βουβωνοκήλη εννοούμε ένα κενό στο κοιλιακό τοίχωμα της βουβωνικής περιοχής, μέσω του οποίου σπλάχνα που βρίσκονται φυσιολογικά μέσα στην κοιλία εξέρχονται από την κοιλία. Συνήθως προβάλλει έντερο ή ενδοκοιλιακό λίπος. Η βουβωνική περιοχή βρίσκεται πάνω από τον μηρό.
Οι βουβωνοκήλες μπορεί να είναι ορατές για τον ασθενή (τοπική διόγκωση) ή και όχι. Μπορεί επίσης να παρουσιάζεται πόνος ή κάψιμο κατά την άρση βάρους ή την κίνηση. Συχνά επίσης, ένας ασθενής είναι δυνατό να μην έχει βουβωνοκήλη μόνο σε μία μεριά, αλλά και δεξιά και αριστερά (αμφοτερόπλευρα).
Αξίζει να αναφερθεί ότι το 30% των ανδρών εμφανίζει κάποια στιγμή βουβωνοκήλη. Το ποσοστό σε γυναίκες είναι πολύ χαμηλότερο, και λόγω διαφορετικής ανατομίας, αλλά και λόγω της μικρότερης πίεσης που δέχεται η βουβωνική περιοχή στις γυναίκες, καθώς αυτές σηκώνουν συνήθως λιγότερα βάρη.
Η βουβωνοκήλη διαπιστώνεται συνήθως με την κλινική εξέταση από το χειρουργό. Σπάνια απαιτούνται περαιτέρω εξετάσεις, π.χ. υπερηχογράφημα ή δυναμική μαγνητική τομογραφία.
Ανεξάρτητα από το αν προκαλούνται συμπτώματα ή όχι, κάθε βουβωνοκήλη θα πρέπει να χειρουργείται, ώστε να αποφευχθεί η περίσφιξη βουβωνοκήλης. Περίσφιξη είναι ο στραγγαλισμός (σφήνωμα) του εντέρου ή του λίπους μέσα στη βουβωνοκήλη, κάτι που απαιτεί επείγον χειρουργείο, καθώς κινδυνεύει το σφηνωμένο έντερο με νέκρωση και συνεπακόλουθη μόλυνση. Και σαφώς μια προγραμματισμένη επέμβαση είναι καλύτερη από ένα επείγον χειρουργείο, καθώς είναι διαφορετική και η πρόγνωση, αλλά συχνά και η τεχνική που εφαρμόζεται.
Συνεπώς, ασθενείς με συμπτώματα στη βουβωνική χώρα, θα πρέπει να επισκέπτονται τον εξειδικευμένο χειρουργό, ώστε να μην παραβλέψουν μια βουβωνοκήλη. Συχνά υφίστανται και άλλες παθήσεις, τα συμπτώματα των οποίων μιμούνται τα συμπτώματα της βουβωνοκήλης. Τέτοιες παθήσεις είναι π.χ. τραυματισμοί (π.χ. μυικές θλάσεις, τενοντίτιδες), διόγκωση τοπικών λεμφαδένων κλπ. Τη διαφορική διάγνωση θα κάνει ο ειδικός ιατρός είτε κλινικά είτε και με τη συνδρομή απεικονιστικών εξετάσεων.